- πολυμορφής
- -ές, Αο πολύμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πολύμορφος, κατά τα σιγμόληκτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ησαΐας — I (8oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιουδαίος προφήτης που έζησε στην Ιερουσαλήμ, εμπνευστής της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που εισήγαγε ο βασιλιάς Εζεκίας. Κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα κατά τη διάρκεια οράματος εντός του Ναού και ενώ τα Σεραφείμ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ματσουόκα, Γιοζούκε — (Yosuke Matsuoka, νομός Γιαμαγκούτσι 1880 – Τόκιο 1946). Ιάπωνας πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Όρεγκον των ΗΠΑ και στη συνέχεια ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο. Το 1921 εστάλη στην Εταιρεία των σιδηροδρόμων της νότιας Μαντζουρίας… … Dictionary of Greek
Μπερλιόζ, Λουί Εκτόρ — (Luis Hector Berlioz, Λα Κοτ Σεντ Αντρέ 1803 – Παρίσι 1869). Γάλλος συνθέτης. Η σπάνια προσωπικότητά του μόνο τελευταία εκτιμήθηκε, στην έκταση της πολύμορφης δραστηριότητάς του ως μελετητή, μαχητή, συνθέτη, διευθυντή ορχήστρας και τέλος… … Dictionary of Greek
Τζέιμς, Γουίλιαμ — (James, Νέα Υόρκη 1842 – Τσοκόρουα, Νιου Χαμσάιρ 1910). Αμερικανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Όπως και ο αδελφός του Χένρι, ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και επηρεάστηκε κυρίως από τους Γάλλους πνευματοκρατικούς (Ρενουβιέ, Σεκρετάν, Μπερξόν). Με… … Dictionary of Greek